Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 1970

Ανεβαίνοντας το βουνό.

Ποιος και γιατί το είχε στήσει όλο αυτό; Αυτό ήταν το βασικό ερώτημα. Η μέρα που θα ανακάλυπτα την απάντηση για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα, αλλά με διέκοψαν δύο τροπικά πουλιά και μια κωλοτούμπα του μυαλού ήταν παρελθόν. Πλέον το πρόβλημα είχε περιοριστεί σε έκταση και έλειπαν μόνο μερικά ακόμα στοιχεία που θα με οδηγούσαν στη λύση. Οδήγησα δυτικά και μετά από λίγη ώρα μια πινακίδα μου τράβηξε την προσοχή. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και κοιτάζοντας αριστερά, δεξιά και κάτω, ακολούθησα το μονοπάτι. Ήταν προφανές ότι παντού στο χώρο είχαν τοποθετηθεί αντικείμενα, που πιθανώς να συνέβαλλαν στη λύση. Πιθανώς. Το σίγουρο είναι ότι δεν είχαν βρεθεί τυχαία εκεί. Ακολούθησα το μονοπάτι που ανέβαινε προς το βουνό, δίπλα στην όχθη του ποταμού. Χαρτιά, μπουκάλια, κάθε λογής σκουπίδια. Τα έπαιρνα στα χέρια μου, τα περιεργαζόμουν, τα άφηνα και μάλλον μπερδευόμουν ακόμα περισσότερο, αφού τα μηνύματα που μου έδιναν ήταν χαοτικά και δεν συνδέονταν ιδιαίτερα. Ακολούθησα τους σωλήνες, σκαρφάλωσα τα τσιμεντένια αυλάκια, πέρασα ένα κομμάτι γης με λίγες ελιές και ένιωσα μια ζεστασιά, ήδη ανέβαινα για τα καλά προς το βουνό. Έφτασα σε ένα σημείο που για να συνεχίσω, αναγκάστηκα να κατέβω στην κοίτη του ποταμού ή μάλλον χείμαρου, ο οποίος δεν είχε νερό εκείνο τον καιρό. Οι πέτρες και τα βράχια δεν με εμπόδιζαν να συνεχίσω την ανάβαση, ούτε είχα κουραστεί. Ήξερα ότι είμαι κοντά. Το ένιωθα ότι θα είναι όλοι εκεί και θα με περιμένουν. Μου έδινε απίστευτη δύναμη το γεγονός, ότι θα με αγκάλιαζαν και θα μου τα εξηγούσαν όλα. Δεν μου αρκούσε να έχω απλά κάποιες υποψίες ότι συμβαίνει κάτι πολύ μεγάλο. Έφτασα ψηλά. είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες. Άρχισε να νυχτώνει και η θάλασσα δεν φαινόταν πια στο βάθος. Το σκοτάδι, δυσκόλευε τις κινήσεις μου και καθώς πύκνωνε, άρχισα να αισθάνομαι μόνος μου. Απότομη αλλαγή της διάθεσης και ξαφνικά εγώ αντιμέτωπος με τις φοβίες μου. Δεν ήταν εκεί κανείς και ο μόνος που θα μπορούσα να συναντήσω ίσως ήταν κάποιος εφιάλτης μου. Δεν με περίμεναν εκεί. Ποιος ξέρει που να ήταν και τι να κάναν όλοι τους. Ήμουν μόνος, σκοτάδι και οι φοβίες της πιο σκοτεινής μου φαντασίας. La Rossa extends her hands, σκέφτηκα και άρχισα να κατηφορίζω το βουνό τρέχοντας.