Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 1970

Βόλτα στην παραλία


Οι πόνοι είχαν υποχωρήσει. Είχα κλειστεί στο δωμάτιο 3 μέρες, αν θυμάμαι καλά. Σκέφτηκα να κάνω ένα ντους και να πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Νωρίς ήταν το απόγευμα. Έτσι και έκανα. Πλύθηκα, ντύθηκα, πήρα τα κλειδιά και ξεκίνησα. Βγαίνοντας συνάντησα τον Σάκη. Περίεργα με κοίταξε, χαιρετηθήκαμε. Όλοι περίεργα με κοίταζαν. Πήρα το αυτοκίνητο και ξεκίνησα με προορισμό την παραλία. Πήγα από τους χωματόδρομους, σιγά-σιγά , καπνίζοντας. Δεν έβαλα μουσική να παίζει. Με έκανε χειρότερα, η μουσική. Έφτασα στην παραλία. Έκανε κρύο. Έκατσα στα βότσαλα και άναψα κι άλλο τσιγάρο. Οι σκέψεις πάλι. Ήμουν σχετικά καλά όμως, δεν πόναγα. Κοπάδια μικρών ψαριών ξεπρόβαλλαν κάθε τόσο στον αφρό. Τα κυνηγάει κάτι, ή; Ή. Μακάρι να θυμόμουν όλες τις σκέψεις εκείνης της μέρας. Θυμάμαι τα βασικά.

Πήγα μια βόλτα προς τα πάνω. Στο κτήμα, πίσω από τα σπίτια. Μικρά δέντρα, ξεραμένα από τον πάγο. Εσπεριδοειδή. Το χώμα βούλιαζε. Στις ρίζες των δέντρων είχαν φυτρώσει χόρτα. Πόσο περίεργα μου φάνηκαν. Είχε περάσει αρκετή ώρα, χωρίς να το καταλάβω. Προσπαθούσα να βγάλω μια άκρη. Αλλά μάταια. Οι σκέψεις ασταμάτητες και τα συμπεράσματα γεννούσαν νέες. Άρχισε να νυχτώνει και στον ουρανό πετούσαν νυχτερίδες. Σκέφτηκα να γυρίσω στην παραλία, όπως και έκανα. Πήγα προς το αυτοκίνητο.

Είχε νυχτώσει. Άρχισα να φοβάμαι. Ήταν ώρα να φύγω. Το μέρος μου φαινόταν τρομαχτικό και οι σκέψεις μου επίσης. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος. Πήγα να ξεκινήσω, αλλά σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τινάχτηκα στο κάθισμα. Οι πόνοι πάλι. Ήμουν παγιδευμένος, σκέφτηκα. Όταν έμπαινα μέσα στο αυτοκίνητο με έπιαναν οι πόνοι, όταν έβγαινα με κυρίευε τρόμος. Όλα τα σκέφτηκα. Έψαξα. Τίποτα. Δεν βρήκα τίποτα, παρά μόνο ένα χαρτί από τράπουλα, ριγμένο στην άμμο. Το παγιδευμένο αυτοκίνητο, ο Ποσειδώνας, ο γιος του Ποσειδώνα, το ψεύτικο φεγγάρι, το φεγγάρι-χαμόγελο, τα ψάρια, τα αυτοκίνητα που περνούσαν επιθετικά, το πόδι που θα μπορούσε να σπάσει αν χτυπούσαν την ανοιχτή πόρτα, η συντέλεια του κόσμου, εγώ και ο ψεύτικος κόσμος. Όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στους πόνους.

Αν είχα κινητό, κάποιον θα είχα πάρει τηλέφωνο να έρθει να με πάρει. Έψαχνα να βρω λύση. Κατάφερα να μπω στο αυτοκίνητο και να οδηγήσω για κάποια μέτρα χωρίς να πονάω. Σκέφτηκα να χτυπήσω την πόρτα στο πρώτο σπίτι που θα βρω. Αλλά τι θα έλεγα; Τις σκέψεις δεν τις έλεγα σε κανένα. Βάζοντας το κάθισμα πίσω-πίσω και οδηγώντας σκυμμένος κατάφερα να μετριάσω κάπως τον πόνο. Ξεκίνησα για το σπίτι. Η διαδρομή σκοτεινή. Αλλά δεν φοβόμουν. Τα είχα καταφέρει σκέφτηκα και δεν ήταν καθόλου τυχαίο που σε κάθε σπίτι τα εξωτερικά φώτα ήταν αναμμένα. Με υποδέχονταν σιωπηλά σκέφτηκα. Έκλαψα.

Έφτασα σπίτι. Πήγα στο δωμάτιο. Σκέφτηκα για κάποια ώρα. Το συμπέρασμα απογοητευτικό. Ήταν προφανές πως ήθελαν να με περιορίσουν. Ίσως και μόνο στο δωμάτιο.